Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2007

Το «πάντρεμα» της επιστήμης και της παράδοσης στη φύση.

Το «πάντρεμα» της επιστήμης και της παράδοσης στη φύση.

Του Καλπακίδη Δαμιανού

Περιβαλλοντολόγο Παν/μίου Ιωαννίνων damiskalpak@yahoo.gr

Ένα δίκτυο ανθρώπων με αγάπη για το φυσικό περιβάλλον ,που συνδυάζει την επιστήμη και την παράδοση γεννήθηκε. Το όνομα αυτού «Δίκτυο Φύση-Επιστήμη-Παράδοση»

.Είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι τρεις τόσο διαφορετικές έννοιες μπορούν να συνδυαστούν. Μια προσπάθεια νέων ανθρώπων θέλει να προσπαθήσει να αποδείξει το αυτονόητο. Ότι στην φύση η επιστήμη και η παράδοση πρέπει να συνδυάζεται. Η τοπική γνώση (Local Knowledgment) αποτελεί σημαντική παράμετρο όταν αναφερόμαστε σε πρακτικές στο φυσικό περιβάλλον. Αρκετοί στην Πιερία θέλουν να ξεχάσουν την πλούσια παράδοση του τόπου μας και στρέφουν την πλάτη όχι μόνο σε παραδοσιακά προϊόντα αλλά και σε έθιμα που γίνονται για δεκαετίες στη περιοχή. Στην δίνη της εποχής της ταχύτητας, ξεχνάμε ότι ζούμε σε μια πλούσια σε ιστορία περιοχή, ανάμεσα από τους ορεινούς όγκους του Ολύμπου και των Πιερίων, με δύο παραδοσιακούς οικισμούς στα όρια του νομού αλλά και πλήθος γραφικών χωριών.

Τείνουμε μάλιστα να ξεχάσουμε πόσο όμορφη είναι όχι μόνο η ορεινή Πιερία αλλά και ολόκληρη η ορεινή Ελλάδα, από την Ήπειρο μέχρι την Πελοπόννησο .Έτσι αναζητάμε τα ίδια πράγματα που μας παρέχει η χώρα μας, σε άλλες γειτονικές χώρες , αλλά και μέχρι την Σκανδιναβία, προκειμένου να «γνωρίσουμε» τα έθιμα άλλων λαών, ξεχνώντας τα δικά μας. Άραγε υπάρχει καλύτερη εικόνα να απολαμβάνεις ένα ζεστό καφέ μέσα σε ένα από τα καταφύγιο στον Όλυμπο, να πίνεις τσίπουρο στους πρόποδες του Σμόλικα, να απολαμβάνεις το γεύμα σου σε ένα από τα χωριά του Πηλίου και να διανυκτερέυεις σε ένα από τα ορεινά χωριά στο Μαίναλο στη Πελοπόννησο.

Ας σκεφτούμε πόσο καλύτερα θα είναι από το τεχνητό «χωριό» του Αη Βασίλη στη Σκανδιναβία..

Μια από τις πρώτες δραστηριότητες του δικτύου ήταν η παραγωγή τσίπουρου σε ένα ορεινό χωρίου του Ν.Ιωαννίνων την Καστάνιανη.

Ο Αλέξανδρος Γκάσιος δασολόγος και μέλος του δικτύου ήταν ο οικοδεσπότης σε αυτήν την μυσταγωγική διαδικασία και αναφέρει σχετικά: «Η Καστάνιανη είναι ένα όμορφο χωριό στα Β.Δ. του νομού Ιωαννίνων, σκαρφαλωμένο 900 μέτρα ψηλά στη δυτική απόληξη του Σμόλικα, του δεύτερου ψηλότερου βουνού της Ελλάδας (2637μ).

Ανήκει διοικητικά στο δήμο Μαστοροχωρίων, που πήρε το όνομά του από την κύρια δραστηριότητα που ανέπτυσσαν οι κάτοικοί του μέχρι τη δεκαετία του ΄70, οι οποίοι χτίζανε σπίτια και γεφύρια από πέτρα, στην Ήπειρο αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδος, όπως η Μακεδονία και η Θεσσαλία.

Σε απόσταση 90 χμ. περίπου από τα Γιάννενα και 30 από την Κόνιτσα που αποτελεί και το πλησιέστερο αστικό κέντρο με δυνατότητα παροχής προϊόντων και υπηρεσιών πρώτης ανάγκης, στο χωριό κατοικούν μόνιμα, σήμερα, γύρω στους σαράντα ηρωικούς κατοίκους, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι συνταξιούχοι.

{..}Χαμηλότερα από το χωριό, που είναι κρυμμένο μέσα στα δασωμένα βουνά, επικρατούν αείφυλλοι και φυλλοβόλοι θάμνοι και δέντρα, ενώ στα ψηλά κυριαρχεί το πεύκο, το έλατο και η αρχόντισσα οξιά, της οποίας τα χρώματα αυτήν την εποχή, θα μπορούσαν να μετατρέψουν ακόμη και τον πιο κυνικό άνθρωπο σε ρομαντικό.

{..} Έτσι έγινε και φέτος, και το καθιερωμένο πλέον για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, τριήμερο της 28ης του Οκτωβρίου, ανεβήκαμε στο χωριό 12 φίλοι για να βράσουμε τα τσίπουρα.

Καμιά τριανταριά μέρες πριν, είχαμε πατήσει (ή καλύτερα στουμπήξει) γύρω στα 500 κιλά σταφύλια, ποικιλίας καμπερνέ και ροδίτη σε αναλογία 5:1 τα οποία αφού ζυμώθηκαν περίμεναν με ανυπομονεσία να αφαιρέσουμε το χυμό τους, τον οίνο που ευφραίνει την καρδίαν, και να τα βράσουμε για να δώσουν το πολύτιμο ρακί.

{..} Στην Καστάνιανη, κάθε γειτονιά έχει κι από ένα καζάνι, λέξη που προσδιορίζει όχι μόνο το σύστημα εστία φωτιάς, καζάνι, σωλήνα ψύξης των ατμών και απόσταξης, αλλά και το μικρό πέτρινο οίκημα στο οποίο αυτά είναι εγκατεστημένα. Βάλαμε τα βαρέλια δίπλα στο καλυβάκι και ανάψαμε τη φωτιά. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι τα καζάνια στην Ήπειρο, έχουν σχετικά μικρή χωρητικότητα (το συγκεκριμένο 45 λίτρα), και δεν είναι μόνιμα εγκατεστημένα.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εστία της φωτιάς και η καπνοδόχος, είναι τοποθετημένες στην ανατολική γωνία της καλύβας. Η εστία περιορίζεται δεξιά κι αριστερά από δύο μικρά τοιχία (πεζούλια), ύψους 20 εκ. περίπου, πάνω στα οποία πατάει το καζάνι. Το καπάκι του καζανιού έχει μία προεξοχή (καμινάδα), η οποία έχει κλίση ελαφρά προς τα κάτω, και μικραίνει σε διάμετρο από το καζάνι προς την άκρη της. Αυτή η προεξοχή, προσαρμόζεται στην αντίστοιχη υποδοχή που υπάρχει στη μικρή τσιμεντένια δεξαμενή νερού που υπάρχει δίπλα από την εστία και έχει διαστάσεις (ύψος Χ πλάτος Χ βάθος) 100Χ150Χ30 εκ. Η παραπάνω υποδοχή, συνεχίζει με τη μορφή σωλήνα την κατηφορική διαδρομή της, περνώντας μέσα από το περιεχόμενο νερό της δεξαμενής, το οποίο ανανεώνεται συνεχώς από βρύση που βρίσκεται στο πάνω μέρος της τελευταίας.

Ο ατμός που βγαίνει από το καζάνι επομένως, υποχρεώνεται σε κατηφορική διαδρομή, μέσα από σωλήνα που περνά από τρεχούμενο κρύο νερό, στην οποία και ψύχεται, για να υγροποιηθεί και να αποστάξει στο τέλος της, μέσα σε δοχείο που έχουμε τοποθετήσει κάτω από αυτή, για το συγκεκριμένο λόγο.

Σημαντική λεπτομέρεια της διαδικασίας, είναι η ένταση της φωτιάς που απαιτείται, η οποία πρέπει να είναι τόσο μικρή για να μην έχουμε απώλειες ρακιού με τη μορφή ατμών, αλλά και τόσο μεγάλη, ώστε η διαδικασία να μην καθυστερεί άσκοπα.

Στον πάτο του καζανιού βάλαμε λίγο άχυρο, για να μην κολλήσουν τα τσίπουρα, τα οποία τοποθετήσαμε στη συνέχεια. Στο σημείο εφαρμογής του καπακιού με το καζάνι, τοποθετούμε ελαφρώς βρεγμένο καλαμποκάλευρο, το οποίο θερμαινόμενο από τη φωτιά φουσκώνει και στεγανοποιεί πλήρως την κατασκευή.

Το δυσκολότερο όλων είναι η προσαρμογή του καπακιού, του οποίου η βάση πρέπει να τοποθετηθεί πάνω στο καζάνι, και η προεξοχή, στην προαναφερθείσα υποδοχή ταυτόχρονα. .

{..} Στριμωγμένοι μέσα στο καλυβάκι, του οποίου η χωρητικότητα κατά ένα παράξενο τρόπο, αυξάνεται ανάλογα με τον ενθουσιασμό των ανθρώπων που βρίσκονται μέσα σ’ αυτό, παρατηρούσαμε με θαυμασμό την απόσταξη του προϊόντος που ολοκληρώνει μία πανάρχαια διαδικασία, αυτήν της παραγωγής του κρασιού.

Αφού άρχισε να γεμίζει η κατσαρόλα στην οποία έσταζε το ρακί, πήραμε το γραδόμετρο και μετρήσαμε τους βαθμούς. Εικοσιτρείς! Τα σταφύλια πρέπει να ήταν δυνατά, συνήθως τόση ποσότητα έχει λιγότερους, και μία καζανιά βγάζει γύρω στα 6,5 με 7 λίτρα , στα 18,5 γράδα που το σταματάμε. Φέτος βγάλαμε κατά μέσο όρο 7,5 λίτρα ανά καζανιά.

Το ρακί που βγάζουμε στην Ήπειρο, είναι προϊόν αποκλειστικά και μόνο της βράσης των τσίπουρων, των σταφυλιών που παραμένουν δηλαδή μετά την απομάκρυνση του κρασιού, από το βαρέλι στο οποίο αφήνονται τα πατημένα σταφύλια προς ζύμωση.

Αφού φτάσαμε στους επιθυμητούς βαθμούς, βγάλαμε το καπάκι, και πήραμε το καζάνι έξω από την καλύβα, για να αδειάσουμε το περιεχόμενό του, (το οποίο μυρίζει θεσπέσια), να το καθαρίσουμε και αφού το τοποθετήσαμε ξανά στη θέση του, το γεμίσαμε εκ νέου με άχυρο και τσίπουρα, επανατοποθετήσαμε το καπάκι και αλευρώσαμε τους αρμούς, για να ξαναξεκινήσει η διαδικασία. (η απόσταξη μονή).

Βγάλαμε συνολικά 5 καζανιές με τον ίδιο τρόπο, και η όλη διαδικασία διήρκησε 17 ώρες (ως τις πέντε το πρωί).!

Θα ήταν ευχής έργο μέσα από τις φιλόξενες σελίδες του διαδικτύου και του pierianews να ανοίξουμε ένα διάλογο για τα ήθη και έθιμα της περιοχής, ακόμη και για τις διαφοροποιήσεις στην παραγωγή τσίπουρου από περιοχή σε περιοχή , για να μην καταλήξουμε να βλέπουμε την απόσταξη του ουίσκι στη Σκωτία ως ελληνική παράδοση..

Δεν υπάρχουν σχόλια: